Η νοητική ικανότητα των ανθρώπων είναι βασικός παράγοντας για την οργάνωση και ολοκλήρωση των απαιτήσεων της καθημερινότητας. Στον κόσμο υπάρχουν πάνω από 750 εκατομμύρια άτομα που ανήκουν στην κατηγορία των ατόμων με ειδικές ανάγκες. Στην Ελλάδα ένα στα δέκα παιδιά είναι άτομο με αναπηρία, ενώ ένα μεγάλο ποσοστό από αυτά, είναι παιδιά με οριακή ή ήπια νοητική υστέρηση. Ένα από τα βασικά εμπόδια που αντιμετωπίζουν αυτά τα παιδιά είναι η αρνητική στάση και η προκατάληψη της κοινωνίας αλλά και οι μαθησιακές δυσκολίες, οι οποίες αποτελούν τροχοπέδι στην ομαλή ένταξή τους στο σχολείο.
Τα παιδιά με οριακή ή με ήπια νοητική υστέρηση, δε διαφέρουν ιδιαίτερα, ως προς τις κινητικές δεξιότητες και το σωματικό βάρος, από τα υπόλοιπα παιδιά. Εξαιτίας όμως της ύπαρξης περισσοτέρων νευρολογικών προβλημάτων η φυσική και η κινητική τους κατάσταση είναι πιο περιορισμένη. Επιπλέον, πολλές φορές υπάρχουν και συνοδές δυσλειτουργίες όπως εγκεφαλική βλάβη, οργανικά προβλήματα (π.χ. διαταραχή όρασης και ακοής), φτωχή οργάνωση, περιορισμένη ικανότητα αφηρημένης σκέψης, δυσκολία στη συγκέντρωση προσοχής καθώς και στη γενίκευση των εμπειριών τους.
Όλα τα παραπάνω, οδηγούν στην εκδήλωση μαθησιακών δυσκολιών οι οποίες άλλοτε είναι ήπιες και άλλοτε όχι. Ωστόσο, αυτά τα παιδιά με την κατάλληλη εκπαίδευση και βοήθεια προσαρμόζονται κοινωνικά και μπορούν να ενταχθούν σε ένα τυπικό σχολικό πλαίσιο αλλά και να επιτύχουν επαγγελματικές δεξιότητες ώστε στο μελλον να μπορούν να είναι ανεξάρτητα μέσα στην κοινωνία.
Για τα παιδιά που αντιμετωπίζουν αντίστοιχες δυσκολίες, κρίνεται αναγκαία η ένταξή τους σε πρόγραμμα εργοθεραπευτικής παρέμβασης με σκοπό να εφοδιαστούν με τις απαραίτητες δεξιότητες για την αντιμετώπιση των απαιτήσεων της καθημερινής ζωής και του σχολικού πλαισίου.
Ο εργοθεραπευτής καλείται, αρχικά, να αξιολογήσει το παιδί ως προς τον γνωστικό τομέα, τις σχολικές ή προσχολικές δεξιότητες, την αισθητικοκινητική αντιληπτικότητα και οργάνωση και τις κοινωνικές δεξιότητες. Στο στάδιο αυτό χρησιμοποιούνται συνήθως ομαδικές και ατομικές δοκιμασίες που επισημαίνουν τις δυσκολίες του παιδιού, παρατηρήσεις και ερωτηματολόγια που συμπληρώνονται από γονείς, φροντιστές και δασκάλους.
Στη συνέχεια, ο εργοθεραπευτής επιλέγει το κατάλληλο μοντέλο παρέμβασης καθώς και τους στόχους, λαμβάνοντας υπόψη του τα όρια των δυνατοτήτων του παιδιού αλλά και το επίπεδο λειτουργικότητάς του. Θα πρέπει επίσης να καθοριστεί η στάση που θα τηρήσει με το παιδί, τα είδη των δραστηριοτήτων που θα χρησιμοποιήσει για κάθε στόχο και τα ειδικά στοιχεία που θα αφορούν στο περιβάλλον της παρέμβασης. Μία σημαντική παράμετρος, είναι η δημιουργία μιας καλής σχέσης μεταξύ θεραπευτή και παιδιού, κερδίζοντας έτσι την εμπιστοσύνη και τη συνεργασία του.