Συχνά τίθεται το ερώτημα από γονείς που μεγαλώνουν ένα δίγλωσσο παιδί για το τι θα πρέπει να προσέξουν στην καθημερινή τους επαφή με το παιδί και για το τι θα πρέπει να έχουν υπόψη τους.
Σύμφωνα με τον Γάλλο φωνητικό Grammont, μία σύσταση είναι “une personne, une langue”, δηλαδή ο κάθε γονέας θα πρέπει να μιλά με το παιδί πάντοτε σε μία γλώσσα και για να παρέχεται στο παιδί το σωστό γλωσσικό πρότυπο, θα πρέπει ο γονιός να μιλάει τη μητρική του γλωσσα.
Για παράδειγμα, εάν σε μία οικογένεια, ο πατέρας είναι Έλληνας και η μητέρα είναι Ρωσίδα, ο μπαμπάς θα πρέπει να μιλάει στο παιδί μόνο στην ελληνική γλώσσα, και η μητέρα μόνο στη ρώσικη γλώσσα. Με αυτό τον τρόπο, το παιδί θα είναι σε θέση να συνδέει κάθε γλώσσα με ένα πρόσωπο, με αποτέλεσμα να είναι περισσότερο εύκολο να διακρίνει τα δύο γλωσσικά συστήματα. Εάν κατάγονται και οι δύο γονείς από χώρα του εξωτερικού, καλό θα είναι ο γονέας που έχει περισσότερο ανεπτυγμένο το γλωσσικό σύστημα της ελληνικής, να είναι και αυτός που θα μιλάει στο παιδί ελληνικά.
Θα πρέπει να παρέχονται στο παιδί και οι δύο γλώσσες με ισάξια φροντίδα, διεξοδικότητα αλλά και την ίδια αγάπη.
Οι γονείς οφείλουν να μην παραμελούν την «ασθενή γλώσσα». Για παράδειγμα, εάν η δίγλωσση οικογένεια κατοικεί στην Ελλάδα, θα πρέπει να παρέχονται ερεθίσματα και στην άλλη γλωσσα, μέσω σύναναστροφής του παιδιού με ανθρώπους που μιλούν τη γλώσσα, μέσω τραγουδιών, παραμυθιών, κινουμένων σχεδίων και οτιδήποτε μπορεί να φέρει το παιδί σε επαφή με τη γλώσσα.
Τέλος, θα πρέπει να μεταδοθεί στο δίγλωσσο παιδί μία γενικά θετική στάση απέναντι στη δίγλωσση κατάκτηση, την οποία βιώνει καθημερινά.
Σε πολλά παιδιά, ιδιώς στα παιδιά μειονοτήτων, έχει παρατηρηθεί πως νιώθουν άσχημα που μιλούν μία άλλη γλώσσα, ή κάποιος από τους γονείς τους κατάγεται από χώρα του εξωτερικού. Οι γονείς θα πρέπει να εξηγήσουν και να μεταδώσουν στο παιδί πως η διγλωσσία, είναι ένα χαρακτηριστικό που τους κάνει να ξεχωρίζουν και δεν πρέπει να τη βιώνουν ως αρνητική εμπειρία.