Ο αυτισμός ή η Διαταραχή Αυτιστικού Φάσματος (Δ.Α.Φ.) αποτελεί μια σύνθετη αναπτυξιακή διαταραχή που εμφανίζεται κατά τη διάρκεια των τριών πρώτων χρόνων της ζωής του ατόμου. Πρόκειται για μια νευρολογική δυσλειτουργία που επιδρά στη λειτουργικότητα του εγκεφάλου. Πρόσφατες έρευνες υποστηρίζουν ότι 1/99 άτομα (πάνω από 1%) θα γεννηθεί με Δ.Α.Φ. Υποστηρίζεται ακόμη ότι τα αγόρια προσβάλλονται περισσότερο σε σύγκριση με τα κορίτσια.
Ο όρος «Αυτιστικό Φάσμα» χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1943 από τον Leo Kanner, Αυστριακό ψυχίατρο και γιατρό ο οποίος έθεσε τις βάσεις για τη σύγχρονη μελέτη του αυτισμού. Η ονομασία του όρου προέρχεται από τη λέξη «εαυτός» υποδηλώνοντας την εσωστρέφεα και την απομόνωση στον εαυτό. Ο όρος «φάσμα» υποδηλώνει ότι υπάρχει διακύμανση στα συμπτώματα, τα οποία κυμαίνονται από «πολύ βαριά» έως «πολύ ήπια».
Στο παρελθόν χρησιμοποιούνταν ο όρος «Διάχυτες Αναπτυξιακές Διαταραχές» που περιελάμβανε ορισμένες διαγνωστικές υποκατηγορίες όπως «Αυτισμός», «Σύνδρομο Άσπεργκερ», «Διάχυτη αναπτυξιακή διαταραχή Μη Προσδιοριζόμενος Αλλιώς», «διαταραχή Rett», «παιδική αποδιοργανωτική διαταραχή». Πλέον δεν υφίσταται ο παραπάνω διαχωρισμός.
Τα παιδιά και οι ενήλικες με αυτισμό έχουν δυσκολίες στη λεκτική και μη λεκτική επικοινωνία, την κοινωνική συναναστροφή και τις δραστηριότητες παιχνιδιού. Ως εκ τούτου δυσκολεύονται να επικοινωνήσουν με τους άλλους και να σχετιστούν με τον έξω κόσμο. Επίσης, μπορεί να εμφανίσουν επαναλαμβανόμενες κινήσεις κορμού (χτύπημα χεριών, περιστροφές κλπ), ασυνήθιστες αντιδράσεις σε ανθρώπους, προσκόλληση σε αντικείμενα και αντίσταση σε αλλαγές της καθημερινότητας. Επιθετικότητα, αυτοτραυματισμοί καθώς και δυσκολία με την επεξεργασία των αισθητηριακών ερεθισμάτων, μπορεί επίσης να εμφανιστούν.